ἐνδιδόντα

ἐνδιδόντα
ἐνδίδωμι
give in
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐνδίδωμι
give in
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενέζομαι — ἐνέζομαι (Α) 1. εδρεύω, κατοικώ σ έναν τόπο («τόδ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῑον», Αισχύλ.) 2. κάθομαι σ έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κλινάρι — το (AM κλινάριον, Μ και κλινάρι[ν]) [κλίνη] μικρή κλίνη, κρεβατάκι («τὰ κλινάρια τά ἐνδιδόντα» τα κρεβατάκια που υποχωρούν στο βάρος, Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. (χωρίς υποκορ. σημ.) κλίνη, κρεβάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”